- ρυστήρ
- (I)-ῆρος, ὁ, Α1. (κατά τον Φώτ.) «ῥυστῆρας, και βρυτῆραςτὰς ἡνίας»2. πιθ. κοτύλη αρδευτικής μηχανής.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥυ- τού ἐρύω (Ι) «σύρω, τραβώ» + επίθημα -τήρ. Ο τ. εμφανίζει δυσερμήνευτο -σ- (πρβλ. ῥυστάζω)].————————(II)-ῆρος, ὁ, Α(σπάν. τ.) βλ. ῥυτήρ (ΙΙ).
Dictionary of Greek. 2013.