ρυστήρ

ρυστήρ
(I)
-ῆρος, ὁ, Α
1. (κατά τον Φώτ.) «ῥυστῆρας, και βρυτῆρας
τὰς ἡνίας»
2. πιθ. κοτύλη αρδευτικής μηχανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥυ- τού ἐρύω (Ι) «σύρω, τραβώ» + επίθημα -τήρ. Ο τ. εμφανίζει δυσερμήνευτο -σ- (πρβλ. ῥυστάζω)].
————————
(II)
-ῆρος, ὁ, Α
(σπάν. τ.) βλ. ῥυτήρ (ΙΙ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ῥυστῆρα — ῥυστήρ deliverer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυστῆρας — ῥυστήρ deliverer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρυτήρ — (I) ῆρος, ὁ, Α βλ. ρυτήρας. (II) ῆρος, ὁ, θηλ. ῥύτειρα και (ῥυστήρ, ῆρος, Α αυτός που σώζει, λυτρωτής, σωτήρας, απελευθερωτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ τού ἐρυω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥύσιος, ῥῦσις) + επίθημα τήρ (πρβλ. πυρσευ τήρ). Ο τ. ῥυστήρ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”